- ιησουιτισμός
- ο1. η διδασκαλία και γενικά το πνεύμα τών ιησουιτών2. υποκρισία.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. jesuitism < jesuit (βλ. ιησουίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδαμάντιο Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.